- γαιοφάγος
- γαιοφάγοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαιοφάγος — γαιοφάγος, ον (AM) (Α και γαιηφάγος, ον) (συνήθως για σκουλήκια) αυτός που τρέφεται με χώμα … Dictionary of Greek
γαιοφάγου — γαιοφάγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek
γαιηφάγος — ον βλ. γαιοφάγος … Dictionary of Greek